Δύο ήταν τα γεγονότα τα οποία συγκλόνισαν την κοινή γνώμη της χώρας την εβδομάδα που μας πέρασε. Το ένα ήταν η κυκλοφορία του βίντεο της Τζούλιας Αλεξανδράτου, το άλλο ήταν η λιποθυμία του Μανώλη Γλέζου και η εσπευσμένη μεταφορά του στο Νοσοκομείο Ευαγγελισμός. Κάποιος αστυνομικός τον απώθησε βίαια και τον ψέκασε στο πρόσωπο με χημικά στο μνημείο του αγνώστου στρατιώτη όπου «αγωνιζόταν» και «αντιστεκόταν».
Ο άνθρωπος έχει και κάποια ηλικία, κοντεύει τα ενενήντα, έτσι δεν άντεξε την ταλαιπωρία. Τώρα θα μου πείτε τι δουλειά είχε αυτός ο ηλικιωμένος άνθρωπος να σπρώχνει και να βαράει αστυνομικούς που εκτελούσαν την υπηρεσία που τους ανέθεσε η Δημοκρατία μας. Φαίνεται ότι δεν καταλάβατε τι θα πει επαγγελματίας «αντιστασιακός». Αυτή είναι η δουλειά του, να «αντιστέκεται». Κι αυτοί δεν βγαίνουν ποτέ στην σύνταξη.
Πριν συνεχίσω όμως, θα ήθελα να κάνω μια έκκληση στον πρωθυπουργό και σε όλους τους άλλους ευαίσθητους, που αγωνίζονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Να κοιτάξουν όσο το δυνατόν πιο σύντομα να αλλάξουν την ονομασία του νοσοκομείου, από «Ευαγγελισμός» σε κάτι πιο ουδέτερο, κάτι που να μην συνδέεται αναγκαστικά με κάποια εθνικότητα, θρησκεία, πολιτισμό. Ας το ονομάσουν π.χ. νοσοκομείο «Ελευθέριος Βενιζέλος» ή «Μελίνα Μερκούρη» να είναι και πρωτότυπο.
Μετά την χορήγηση Ελληνικής ιθαγένειας σʼ όλο αυτό το πλήθος των αλλοθρήσκων, αλλοεθνών, αλλοφύλων και την μετατροπή της χώρας σε Βαβυλωνία, ασφαλώς θα υπάρχουν συνάνθρωποί μας οι οποίοι θα ενοχλούνται από το όνομα του νοσοκομείου, που του δίνει ρατσιστική χροιά. Πριν λοιπόν κατηγορηθούμε και εμείς ως ρατσιστές, και δεν θέλουν πολύ γιʼ αυτό οι «υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», την έχουν ψωμοτύρι αυτή την κατηγορία, ας σπεύσουμε να προλάβουμε.
Τέλος όμως καλό όλα καλά. Μετά από δύο ημέρες ο κ. Γλέζος βγήκε από το νοσοκομείο, με αποκατεστημένη την υγεία του και τότε όλοι θαυμάσαμε, στην δήλωσή που έκανε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία το μεγαλείο της ψυχής του και την άπειρη καλοσύνη του που ασφαλώς θα οφείλονται στην αριστερή κουλτούρα του.
«Δεν ζητώ σε καμία περίπτωση να τιμωρηθεί ο αστυνομικός, δήλωσε, που με ψέκασε με χημικά στο πρόσωπο, από 30 εκατοστά. Δεν το έκανα ποτέ στη ζωή μου, ούτε όταν μου έσπασαν το πόδι, γιατί πιστεύω ότι δεν επιλύονται έτσι τα ζητήματα».
Ευτυχώς που το δήλωσε, διότι δεν ήθελε και πολύ ο υπουργός «προστασίας του αριστερού πολίτη» κ. Χρυσοχοίδης, όπως και ο προκάτοχός του κ. Παυλόπουλος να χώσει μέσα δυο-τρεις αστυνομικούς που τόλμησαν να αγγίξουν αριστερό ή λαθρομετανάστη.
Σʼ αυτήν την φαιδρή χώρα μόλις γίνεται κάποιο έγκλημα δεν φυλακίζονται συνήθως οι κακοποιοί που το διαπράττουν, αλλά οι αστυνομικοί που τους συλλαμβάνουν. Αυτό καθιερώθηκε πλέον ως έθιμο, γιʼ αυτό φθάσαμε σʼ αυτή την φαρσοκωμωδία που λέγεται μεταπολιτευτική Ελλάδα.
Και συνέχισε ο κ. Γλέζος. «Θα ήθελα όμως να συναντηθώ μαζί του απλώς για να τον ρωτήσω, γιατί το έκανε. Θέλω να καταλάβω την ψυχολογία του. Δεν είναι ζήτημα συγνώμης», προσέθεσε ο μεγάλος αγωνιστής. Τι ευγένεια! Σε αφήνει άναυδο! Τι ανωτερότητα! Ούτε καν συγνώμη δεν «απαιτεί».
Από καθαρή ευγένεια ο κ. Γλέζος κάνει πως δεν καταλαβαίνει, ότι ο αστυνομικός δεν ευρίσκετο εκεί για να εκτελέσει διατεταγμένη υπηρεσία, όπως πιθανόν να πιστεύετε και εσείς, αλλά για λόγους ψυχολογικούς, για να ικανοποιήσει τα σαδιστικά και φασιστικά του ένστικτα δέρνοντας και βασανίζοντας αθώους δημοκρατικούς πολίτες που δεν είχαν κάνει απολύτως τίποτα.
Ο κ. Γλέζος το ξέρει αυτό, άλλα δεν θέλει να το πει ευθέως από λεπτότητα, για να μην προσβάλει την «ανθρώπινη» προσωπικότητα του αστυνομικού. Εδώ βρίσκεται η μεγαλοθυμία και ανωτερότητα του αγωνιστή. Θεωρεί ακόμα και τον αστυνομικό…. άνθρωπο. Μένω κατάπληκτος από την παραχώρηση.
Θέτει το ζήτημα εντελώς παιδαγωγικά, διʼ ερωτήσεως. Θέλει να προβληματίσει τον αστυνομικό σε συνειδησιακό επίπεδο, να τον στρέψει σε μια ενδοσκόπηση σε μια αυτοκριτική να τον κάνει να διερωτηθεί, πώς είναι δυνατόν εγώ Θεέ μου να φθάσω να διαπράξω αυτό το ανοσιούργημα, αυτό το έγκλημα; Να σπρώξω τον Γλέζο; Μήπως μέσα μου ζει ένα τέρας; Μήπως είμαι Ναζί και δεν το ξέρω; Και τότε να μεταμεληθεί, να μετανοήσει πικρά και να ζητήσει συγνώμη από τον Θεό γιατί ο κ. Γλέζος δεν «απαιτεί» όπως έχω προαναφέρει συγνώμη.
Ξέρει ακόμα, ο κ. Γλέζος, ότι παρʼ όλη την βαρβαρότητα και το μίσος που κρύβει η ψυχή του αστυνομικού, κατά βάθος δεν είναι αυτός ο ίδιος, ο αστυνομικός, υπεύθυνος για ότι συνέβη. Υπεύθυνη είναι η πολιτεία, και δη το καπιταλιστικό εκπαιδευτικό μας σύστημα, που δεν φρόντισε να κρεμάσει σε όλα τα σχολεία της χώρας μια …φωτογραφία του κ. Γλέζου, δίπλα στην φωτογραφία του Κολοκοτρώνη και του Καραϊσκάκη ώστε να μάθει η νεολαία μας να τον αναγνωρίζει και να τον προσέχει. Ίσως δε να έπρεπε να μπαίνει και θέμα στο ΑΣΕΠ ή στις Πανελλήνιες η αναγνωρισιμότητα του κ. Γλέζου, χωρίς την επιτυχία στο οποίο να μην μπορεί κάποιος να προσληφθεί στα σώματα ασφαλείας ή να γίνεται δημόσιος υπάλληλος. Πράγματι, όλες οι παραπάνω σκέψεις αποδείχτηκαν απόλυτα σωστές, διότι αμέσως μετά την έξοδο από το νοσοκομείο ο αστυνομικός επισκέφθηκε τον Μανώλη Γλέζο στο σπίτι του στο Νέο Ψυχικό, συνοδευόμενος από τον Ταξίαρχό του και φέρεται να ζήτησε πολλές φορές συγνώμη, από την ιστορική προσωπικότητα της Αριστεράς. Ο αστυνομικός απευθυνόμενος στο κ. Γλέζο, του είπε ότι δεν τον γνώριζε και πως ένιωσε ότι κινδύνευε με αποτέλεσμα να δράσει βασιζόμενος στο ένστικτό του, προσθέτοντας επίσης ότι στη σχολή δεν διδάσκονται ιστορία.
Ο Μανώλης Γλέζος είχε την καλοσύνη να αποδεχθεί την συγνώμη αλλά δήλωσε, για μια ακόμη φορά, ότι δεν τον ενδιαφέρει η συγνώμη του αστυνομικού για την πράξη του, αλλά τον ενδιαφέρει «να κατανοήσει αυτό το νεαρό παιδί το πρόβλημα».
Απʼ «τʼ αυτί και στον δάσκαλο» λοιπόν. Έτσι σύρθηκε και ταπεινώθηκε ο έρημος ο αστυνομικός και αναγκάστηκε, υπό το βλέμμα του προϊσταμένου του, να ζητήσει συγνώμη επειδή έκανε την δουλειά του με ευσυνειδησία. Σύρθηκε από μια θλιβερή και αλλοτριωμένη φυσική και πολιτική ηγεσία που προκειμένου να εξασφαλίσει το γαλόνι της ή την ψήφο της ξεφτιλίζει τα πάντα και ξεφτιλίζεται και η ίδια.
Ανάγκασαν έναν ευσυνείδητο εργαζόμενο Έλληνα να ζητήσει συγνώμη από τον άνθρωπο ο οποίος το 1959 είχε καταδικαστεί για κατασκοπεία εις βάρος της Ελλάδος σε πέντε χρόνια φυλακή, τέσσερα χρόνια εκτόπιση και οκτώ χρόνια στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων. Να ζητήσει συγνώμη από έναν άνθρωπο ο οποίος «διατράνωνε» από την «φωνή της αλήθειας» ότι η πατρίδα του είναι η Μόσχα.
Κι όμως όχι μόνον προσκύνησαν τον άνθρωπο αυτόν αλλά και του απένειμαν τον τίτλο του επίτιμου καθηγητή της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Πάτρας το 1996 και του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 2001. Στις δε 22 Ιανουαρίου 2008 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Αντίθετα κανένας δεν θυμάται αυτούς που άφησαν τις ζωές τους και τα πόδια των από κρυοπαγήματα στην Αλβανία, στον Γράμμο, το Βίτσι, στου Μακρυγιάννη. Αυτούς που πεθαίνουν σήμερα άρρωστοι, ξεχασμένοι, χωρίς ασφάλεια, χωρίς αναγνώριση γιατί είχαν το φιλότιμο να πολεμήσουν για την Ελλάδα το 1974 στην Κύπρο.
Αυτό είναι το δράμα της Ελλάδος. Όποιος στρέφεται εναντίον της γίνεται ανδριάντας ενώ όποιος κάνει καλά την δουλειά του, όποιος έχει φιλότιμο τιμωρείται από τις ανάξιες πολιτικές, πνευματικές, ή φυσικές ηγεσίες, οι οποίες εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων αποτελούνται από περιφερόμενα μηδενικά, τα οποία πουλάν δημοκρατικότητα για να καλύψουν την μηδαμινότητά των.
Από περιφερόμενα μηδενικά, τα οποία περιφέρονται σαν νυχτοφύλακες σε μια ατελείωτη πυκνή νύχτα και επιβλέπουν έναν λαό που κοιμάται ύπνο βαθύ βλέποντας τα όνειρα που του σερβίρει η αριστερά. Περιφερόμενα μηδενικά χωρίς προσωπικότητα, χωρίς γνώσεις, χωρίς άποψη, χωρίς ικανότητες. Ετερόφωτοι, ανασφαλείς, αποϊδεολογικοποιημένοι, όμηροι της αναίδειας και της αυθάδειας της αριστεράς, μοιραίοι για τον τόπο. Γιατί η αριστερά είναι η ιδεολογία της αλλοτριώσεως, ο μηχανισμός του εκμηδενισμού της ανθρώπινης προσωπικότητας και ταυτοχρόνως της αναδείξεως των μηδενικών. Όποιος έρχεται σε επαφή μαζί της εκμηδενίζεται όπως οι αριθμοί όταν έρχονται σε επαφή με το μηδέν στον πολλαπλασιασμό.
Είναι νύχτα της τριακοστής προς την τριακοστή πρώτη Μαΐου του 1941. Η σκλαβωμένη Αθήνα κοιμάται βαθειά.. Δυο σκιές γλιστρούν μέσα στην νύχτα. Τα διαπεραστικά των βλέμματα σχίζουν το σκοτάδι και πετάν σπίθες. Είναι δυο Ελληνόπουλα που η αδούλωτη ψυχή τους δεν τους αφήνει να κοιμηθούν. Θέλουν να ταπεινώσουν και να ξεφτιλίσουν τον κατακτητή της πατρίδας των. Έχουν συλλάβει και καταστρώσει ένα σατανικό σχέδιο. Θα κατεβάσουν την Ναζιστική σημαία που κυματίζει στον ιερό βράχο της Ακροπόλεως.
Τα ονόματά τους, δεν είναι Γιώργος Θαλάσσης και Κατερίνα, όπως πιθανόν να φανταστήκατε, ούτε διαβάζετε τον «Μικρό Ήρωα» του Στέλιου Ανεμοδούρα. Τα ονόματά των είναι Μανώλης Γλέζος και Απόστολος Σάντας. Το εγχείρημα είναι δύσκολο και άκρως επικίνδυνο. Η Ακρόπολη είναι απόρθητη. Έχει μια πρόσβαση μόνον από τα προπύλαια και εκεί βρίσκεται μια διμοιρία από καμιά τριανταριά Γερμανούς.
Τώρα, τι χρειάζονται τριάντα Γερμανοί για μια σκοπιά με τέσσερα νούμερα, που απαιτούνται για να φυλάν μια γερμανική σημαία, σε ένα ουσιαστικά απροσπέλαστο μέρος; Άγνωστο! Μια άλλη απορία που γεννιέται είναι, υπάρχει στρατός στον κόσμο ο οποίος να αφήνει την νύχτα την σημαία του αναπεπταμένη; Την απάντηση σʼ αυτό το ερώτημα την βρήκα σε μια παραπομπή όπου αναφέρεται ότι στρατηγός της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, δυστυχώς δεν αναφέρεται το όνομά του, μόνον το αρχικό Κ. επισκέφθηκε στην Γερμανία τον τότε Γερμανό φρούραρχο Αθηνών και τον ρώτησε γιʼ αυτό. Η απάντηση που πήρε ήταν αρνητική και κατηγορηματική. Την νύχτα δεν υπάρχουν αναπεπταμένες στρατιωτικές σημαίες.
Τα Ελληνόπουλα όμως έχουν καταστρώσει ένα έξοχο σχέδιο. Πήγαν πρώτα στην Εθνική Βιβλιοθήκη, ή στην Μπενάκειο, δεν έχει διευκρινισθεί ακριβώς πού, σε άλλα κείμενα αναφέρεται η μία σε άλλα η άλλη, πήραν την Εγκυκλοπαίδεια και πήγαν στην λέξη Ακρόπολη. Εκεί, στην εγκυκλοπαίδεια, με φωτογραφικό εγκέφαλο επεσήμαναν και αποστήθισαν όλες τις ρωγμές, τρύπες, μυστικές σπηλιές που έχει η Ακρόπολη, και με βάση αυτές τις πληροφορίες, από την εγκυκλοπαίδεια, και οπλισμένοι με έναν μικρό φακό κι ένα μαχαιράκι αναρριχήθηκαν στον ιερό βράχο και «με μια ….τελική έλξη έφτασαν επάνω».
Πώς ακριβώς έγινε η αναρρίχηση και από πού δεν μπόρεσα να καταλάβω. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές τις οποίες βρήκα με πολλές ασάφειες και αοριστίες οι οποίες ποικίλουν από αφήγηση σε αφήγηση. Η άποψή μου είναι ότι μόνον ο άνθρωπος αράχνη μπορεί να ανέβη στην Ακρόπολη, και μάλιστα νύχτα, χωρίς να περάσει από τα Προπύλαια. Τέλος πάντων οι δύο αγωνιστές κατά τις εννέα και μισή φθάνουν στον ιστό όπου «κυμάτιζε» η σημαία. Βέβαια για να κυματίζει μια πάνινη σημαία τέτοιου μεγέθους, 4×2 μέτρα αναφέρουν οι ήρωες, πρέπει, να φύσαγαν πολλά μποφόρ.
Αφηγείται ο Α. Σάντας:
«Ψηλά κυμάτιζε η σημαία τους. Λύσαμε το συρματόσχοινο και τραβήξαμε για να την κατεβάσομε. Μα την είχαν μπλέξει στην κάτω άκρη της με τα τρία συρματόσχοινα που στήριζαν τον κοντό. Κρεμόμαστε κι οι δυο για να την κατεβάσομε μα δεν κατέβαινε. Αρχίσαμε τότε με τη σειρά να σκαρφαλώνομε στον σιδερένιο κοντό για να την φτάσομε και να την κόψομε. Μα ήταν 20 μέτρα ο κοντός και λείος κι ήταν αδύνατο να την φτάσομε. Κουρασμένοι σταθήκαμε για λίγο κι απογοητευτήκαμε, σκεφτόμαστε τι να κάνομε. Να φύγομε χωρίς την σημαία τους λάφυρο, δεν το σκεφτήκαμε ούτε μια στιγμή. Και μέσα στην ένταση της σκέψης μας, σκεφτήκαμε ότι πρέπει να σπάσομε τα τρία συρματόσχοινα για να μπορέσομε να την κατεβάσομε. Αρχίσαμε τότε με τα χέρια μας, με τα δόντια μας, με ό,τι μπορούσαμε να προσπαθούμε να ξεκολλήσομε τα συρματόσχοινα απ’ τους σκουρασμένους χαλκάδες με τους οποίους κρατιότανε στα γύρω μάρμαρα».
«Ψηλά κυμάτιζε η σημαία τους. Λύσαμε το συρματόσχοινο και τραβήξαμε για να την κατεβάσομε. Μα την είχαν μπλέξει στην κάτω άκρη της με τα τρία συρματόσχοινα που στήριζαν τον κοντό. Κρεμόμαστε κι οι δυο για να την κατεβάσομε μα δεν κατέβαινε. Αρχίσαμε τότε με τη σειρά να σκαρφαλώνομε στον σιδερένιο κοντό για να την φτάσομε και να την κόψομε. Μα ήταν 20 μέτρα ο κοντός και λείος κι ήταν αδύνατο να την φτάσομε. Κουρασμένοι σταθήκαμε για λίγο κι απογοητευτήκαμε, σκεφτόμαστε τι να κάνομε. Να φύγομε χωρίς την σημαία τους λάφυρο, δεν το σκεφτήκαμε ούτε μια στιγμή. Και μέσα στην ένταση της σκέψης μας, σκεφτήκαμε ότι πρέπει να σπάσομε τα τρία συρματόσχοινα για να μπορέσομε να την κατεβάσομε. Αρχίσαμε τότε με τα χέρια μας, με τα δόντια μας, με ό,τι μπορούσαμε να προσπαθούμε να ξεκολλήσομε τα συρματόσχοινα απ’ τους σκουρασμένους χαλκάδες με τους οποίους κρατιότανε στα γύρω μάρμαρα».
Τελικά αφού έκοψαν τα συρματόσχοινα με τα δόντια των, τα κατάφεραν Η σημαία «το μισητό σύμβολο του φασισμού κατέβηκε».
Δεν έχει διευκρινισθεί ακόμα μέχρι σήμερα ποιος ακριβώς την κατέβασε. Οι δύο ήρωες δεν μιλιούνταν μεταξύ των για περίπου μισό αιώνα γιατί διαφωνούσαν στο σημείο αυτό. Σήμερα όμως έχουν συμφιλιωθεί γιατί συμφώνησαν ότι δεν έχει καμιά σημασία ποιος ακριβώς την κατέβασε άλλα το ότι κατέβηκε. Εν τούτοις το ποιος παραμένει ακόμα ασαφές.
Αμέσως έσκισαν από ένα κομμάτι από τον αγκυλωτό σταυρό και το υπόλοιπο το τύλιξαν και το πήραν μαζί τους.
«Μετά», συνεχίζει ο Α. Σάντας, «κατεβήκαμε απ’ το ίδιο μέρος. Για να την πάρομε μαζί μας, (την σημαία), ήταν αδύνατο γιατί η ώρα της κυκλοφορίας είχε περάσει. Τότε αποφασίσαμε να την κρύψομε μέσα στην ίδια τη σπηλιά, κάτω στο ξεροπήγαδο». Κατεβήκαμε σιγά-σιγά μέχρι κάτω, φτάσαμε στο χείλος του ξεροπήγαδου και την πετάξαμε όπως ήταν, τυλιγμένη σε μπόγο, μέσα».
Αν είναι αδύνατο να σκαρφαλώσει κανείς στην Ακρόπολη, είναι εκατό φορές πιο αδύνατο να κατέβη από το «ίδιο μέρος» νύχτα, φορτωμένος με μια τεράστια σημαία. Η αδάμαστη θέληση όμως και η αποφασιστικότητα των ηρώων τους έκανε να τα καταφέρουν.
Η ώρα ήταν μία και μισή. Επί τέσσερεις ώρες προσπαθούσαν να κατεβάσουν την σημαία, χωρίς να εμφανισθεί κανένας Γερμανός σκοπός, χωρίς να γίνει καμία αλλαγή σκοπιάς καμία έφοδος. Οι στρατιώτες του πιο πειθαρχημένου και αυστηρού στρατού της Ευρώπης χασκογελούσαν, όπως άκουγαν από τόση απόσταση και παρά τον δυνατό αέρα, έπιναν κρασί και μπύρες, όπως διέκριναν με το αετίσιο μάτι των μέσα στο σκοτάδι, οι ήρωές μας, συζητούσαν για την μάχη της Κρήτης όπως καταλάβαιναν από τα άπταιστα Γερμανικά που γνώριζαν και διασκέδασαν έχοντας συντροφιά Ελληνίδες πόρνες τις οποίες ως πρώτη προτεραιότητα έσπευσαν να βρουν μόλις πάτησαν το πόδι των στην Αθήνα, τρεις μέρες πριν.
Όσο κι αν έψαξα δεν βρήκα κανένα αντικειμενικό στοιχείο το οποίο να θεμελιώνει την άποψη ότι οι Γλέζος και Σάντας κατέβασαν την Γερμανική σημαία από την Ακρόπολη. Πιστεύω δε ότι δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, διότι αν υπήρχε θα μας το τρίβανε κάθε μέρα στα μούτρα.
Η Σημαία που πέταξαν στο ξεροπήγαδο δεν βρέθηκε ποτέ. Τα κομμάτια που πήρανε τα έκαψαν οι γονείς των. Η όλη αφήγηση είναι γεμάτη μελοδραματισμούς, κενά, και εκπέμπει μια ψεύτικη ατμόσφαιρα, όπως μπορεί εύκολα να αντιληφθεί κάποιος. Σκοπός είναι να εγκλωβιστεί ο αφελής Έλληνας στο φιλότιμο του οποίου σκοπεύει. Το μόνο στοιχείο που επιβεβαιώνει το εγχείρημα είναι η δήλωση του Γλέζου στον Ριζοσπάστη της 5/03/45 και του Σάντα στην Ελευθερία την ίδια μέρα.
Προκαλεί έκπληξη αυτός ο ταυτοχρονισμός, όπως προκαλεί έκπληξη και ο χρόνος της ανακοινώσεως. Έξη μήνες μετά την αποχώρηση των Γερμανών; Γιατί; Γιατί τόσο αργά; Γιατί όχι στα Δεκεμβριανά που μια τέτοια ανακοίνωση θα ήταν πολύ χρήσιμη για τον αντιστασιακό ΕΛΛΑΣ;
Λέγεται ότι το Γερμανικό φρουραρχείο εξέδωσε την παρακάτω ανακοίνωση: «Κατά τη νύκτα της 30ης προς την 31η Μαΐου υπεξηρέθη η επί της Ακροπόλεως κυματίζουσα Γερμανική Πολεμική Σημαία παρ’ αγνώστων δραστών. Διενεργούνται αυστηραί ανακρίσεις. Οι ένοχοι και οι συνεργοί αυτών θα τιμωρηθώσι διά της ποινής του θανάτου».
Πιστεύω ότι είναι πλαστή. Όχι μόνον διότι δεν τεκμηριώνεται από πουθενά, όχι μόνο διότι οι Γερμανοί δεν θα «ανακοίνωναν» κατʼ αυτόν τον τρόπο τα ρεζιλίκια των, άλλα και διότι δεν θα χρησιμοποιούσαν ποτέ την έκφραση «κυματίζουσα Γερμανική σημαία», η οποία παραπέμπει σε Ελληνικό ρομαντικό πατριωτισμό κιʼ όχι σε Γερμανική αυστηρότητα.
Η δραματική όμως διάψευση έρχεται από κάπου αλλού, από τον χώρο της Αστρονομίας. Την εποχή εκείνη είχαμε νέα Σελήνη στις 26 Μαΐου, στις επτά περίπου το πρωί. Οπότε στις 30 Μαΐου που έλαβε χώρα το εγχείρημα η Σελήνη ήταν ένα έβδομο, δηλ. πολύ αμυδρή, κιʼ όχι ένα τέταρτο που μας λέει ο Σάντας. Περαιτέρω έδυσε στις δέκα και μισή. Οπότε εκφράσεις όπως «Το φεγγαράκι μάς κοίταζε με συμπάθεια…», «με το λιγοστό φως του φεγγαριού να λάμπει πάνω στα μάρμαρα», ή «σηκώσαμε τα κεφάλια μας να δούμε…Ήταν ένα τέταρτο το φεγγάρι» που αναφέρει ο Σάντας είναι εντελώς ψευδείς. Γιατί φεγγάρι ουσιαστικά δεν υπήρχε…
Υπάρχει όμως μια άλλη σημαία που κατέβασε σίγουρα ο Μ. Γλέζος. Αυτή είναι η Ελληνική σημαία από την Μακεδονία. Όπως μετέδωσε το Γαλλικό πρακτορείο ειδήσεων, «ο κ. Γλέζος ευρισκόμενος εις την Μόσχαν δια την παραλάβει το Βραβείου Λένιν εξεφράσθη επίσης υπέρ της λύσεως του προβλήματος των Μακεδονικών μειονοτήτων δια διαπραγματεύσεων, διετύπωσε δε την ελπίδα ότι τριμερείς βαλκανικαί διαπραγματεύσεις θα επέτρεπον εις δεδομένην στιγμήν την ιδρυσιν μιας αυτονόμου Μακεδονίας».
Θα ήταν ενδιαφέρον να ψάξουμε στα παλαιά τεύχη του «Μικρού Ήρωα». Δεν θα εκπλησσόμουν αν βρίσκαμε εκεί μια παρόμοια περιγραφή του κατεβάσματος της Γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολη, όπως την περιγράφουν οι δύο ήρωές μας, οι δύο προσωπικότητες της αριστεράς, αλλά γραμμένη με την ανεπανάληπτη φαντασία του Στέλιου Ανεμοδούρα, αυτή την φορά…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου