Στην αρχή είχαν πει πως κάθονται πάνω στο υφαλοπρανές της Ανατολίας και, ως εκ τούτου, δεν έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα. Στη συνέχεια άκουσαν πως η Ελλάδα σκέφτεται να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα, αγρίεψαν ακόμη περισσότερο και το είπαν ξεκάθαρα: Αυτό θα σημάνει πόλεμο. Κατόπιν προσφέρθηκαν να το παζαρέψουν. Να μοιραστούν ή να συνεκμεταλλευτούν στα ίσα την υφαλοκρηπίδα τους. Η Σύμβαση της Γενεύης όμως δεν τους έδινε κανένα τέτοιο πάτημα και καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν μπορούσε να το δεχτεί. Σκέφτηκαν τότε οι πασάδες της Άγκυρας, αφού δεν μπορούν να πάρουν την υφαλοκρηπίδα των νησιών, να πάρουν κάποια από αυτά. Άρχισαν, έτσι, να ξιφουλκούν, να απειλούν και να σχεδιάζουν. Στην αρχή είπαν πως δόθηκαν στην Ελλάδα με τον όρο της αποστρατικοποίησης και πως, αν καταπατούνται οι όροι, θα καταπατήσουν και εκείνοι την απόδοσή τους στην Ελλάδα. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν τους έβγαινε και είπαν να κάνουν κάτι άλλο: Να διεκδικήσουν έστω και τα πιο μικρά. Εκείνα που δεν κατονομάζονται στις Συνθήκες της Λοζάνης και των Παρισίων. Η φαεινή αυτή ιδέα πρωτακούγεται τον Ιούνιο του 1991 από το ναύαρχο Ιλφάν Τινάζ. Υποστηρίζει ότι «οι Έλληνες προχώρησαν τόσο πολύ, που έφτασαν στο σημείο να ισχυρίζονται πως είναι δικά τους ακόμη και ακατοίκητα βράχια στα διεθνή ύδατα». Το επόμενο βήμα της Άγκυρας είναι προφανές: Οι υπαινιγμοί του ναυάρχου δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολιών. Δεν μετρούνται σωστά. Η νύχτα των Ιμίων Τέσσερα χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 1995, όταν η Αθήνα ανακοινώνει πρόγραμμα αξιοποίησης ενός αριθμού ακατοίκητων ελληνικών νησιών, η Άγκυρα βγάζει από το συρτάρι τα σχέδιά της και αρχίζει να προετοιμάζεται. Την αφορμή δίνει, στα τέλη Δεκεμβρίου, η προσάραξη τουρκικού πλοίου στα αβαθή των Ιμίων και η άρνηση του πλοιάρχου του να δεχτεί ελληνική βοήθεια. Χωρίς να χάσει καιρό, το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών επιδίδει στην ελληνική πρεσβεία θρασύτατη διακοίνωση, υποστηρίζοντας ότι «τα Ίμια αποτελούν τμήμα του τουρκικού εδάφους». Η Αθήνα προσπαθεί να κρατήσει χαμηλούς τόνους, αλλά οι πληροφορίες διαρρέουν και τα γεγονότα παίρνουν μορφή χιονοστιβάδας. Ο δήμαρχος της Καλύμνου υψώνει στο νησί την ελληνική σημαία. Τούρκοι «δημοσιογράφοι» την κλέβουν και στήνουν στη θέση της την τουρκική. Άγημα του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού επαναφέρει το εθνικό σύμβολο και παραμένει στο νησί για τη φύλαξή του. Ελληνικές και τουρκικές δυνάμεις συρρέουν στην κρίσιμη θαλάσσια περιοχή. Η υπηρεσιακή πρωθυπουργός Τανσού Τσιλέρ διακηρύσσει ευθέως τον άμεσο στόχο της: «Αυτοί οι στρατιώ τες θα φύγουν και αυτή η σημαία θα υποσταλεί». Αποφασισμένος να φτάσει στα άκρα δείχνει, ωστόσο, και ο Έλληνας πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, που δηλώνει: «Σε αυτόν και σε κάθε εθνικισμό, η αντίδραση της Ελλάδας θα είναι δυνατή, άμεση και αποτελεσματική. Έχουμε τα μέσα και θα τα χρησιμοποιήσουμε». Λίγες ώρες αργότερα, οι πατριωτικές κορόνες αποδεικνύονται έπεα πτερόεντα. Τα μεσάνυχτα της 31ης Ιανουαρίου, ενώ η Αθήνα επαφίεται στη μεσολάβηση των Αμερικανών, οι Τούρκοι καταλαμβάνουν τη δεύτερη από τις νησίδες Ίμια και απαιτούν άμεση παράδοση στους όρους τους. Άγρια χαράματα, η κυβέρνηση Σημίτη υποτάσσεται στις τουρκικές αξιώσεις και ανακοινώνει πλήρη συμμόρφωση: «Όχι πλοία, όχι στρατιώτες, όχι σημαίες στα Ίμια». Η Άγκυρα εγείρει ζήτημα «γκρίζων ζωνών» Η νύχτα τελειώνει με δραματικό τρόπο για τα συμφέροντα και την τιμή της χώρας… Η κυβέρνηση αποφασίζει να πάρει τη σημαία και να απομακρύνει τις ελληνικές δυνάμεις από τα Ίμια, αφήνοντας στα νερά τους τρεις νεκρούς αξιωματικούς. Στην αντίπερα όχθη, η Τανσού Τσιλέρ πανηγυρίζει υπογραμμίζοντας πως έγινε ό,τι ακριβώς απαιτούσε, ενώ ο Κώστας Σημίτης ευχαριστεί, από το βήμα της Βουλής, τους Αμερικανούς για τη συμβολή τους στην «ειρηνική αποκλιμάκωση». Δύο ημέρες αργότερα, έρχεται, με τον πιο επίσημο τρόπο, η πραγματική διάσταση της νέας τουρκικής πρόκλησης: «Μέχρι σήμερα», δηλώνει η υπηρεσιακή πρωθυπουργός Τανσού Τσιλέρ, «είχαμε επικεντρώσει την προσοχή μας στο ζήτημα της επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων. Παρόμοια στάση πρόκειται να τηρηθεί και στο ζήτημα των νησιών, των νησίδων και των βραχονησίδων. Υπάρχουν περίπου 1.000 νησιά, νησίδες και βραχονησίδες στο Ανατολικό Αιγαίο που αποτελούν τουρκικό έδαφος». «Η Τουρκία», προσθέτει την επομένη, « ετοιμάζεται να θέσει θέμα για το καθεστώς αυτών των νησίδων. Ετοιμάζονται 3.000 φάκελοι για 3.000 νησιά. Η προετοιμασία αυτή είχε αρχίσει δύο μήνες πριν από την κρίση Καρντάκ. Το Αρχηγείο των Ναυτικών Δυνάμεων και το υπουργείο Εξωτερικών αποτυπώνουν από κοινού την κατάσταση αυτών των νησιών». Η Άγκυρα αμφισβητεί ευθέως την ελληνικότητα εκατοντάδων νησίδων στο Αιγαίο και ζητά την έναρξη διαπραγματεύσεων για τη διευκρίνιση του καθεστώτος τους. Στη φάση αυτή, ο υπουργός Παιδείας Γιώργος Παπανδρέου εμπλέκεται σιωπηρά στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής. Ύστερα από συνεννόηση με τον πρωθυπουργό, μεταβαίνει στο Νταβός, όπου συναντά τον Αμερικανό βοηθό υπουργό Εξωτερικών Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ και αναπτύσσει συγκεκριμένες προτάσεις. Ζητά νέα παρέμβαση των Αμερικανών και μεταφέρει, ως επιθυμία της Ελλάδας, την ιδέα να προτείνουν, με δική τους πρωτοβουλία, σε όποιον αμφισβητεί το καθεστώς στα Ίμια να προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο. Ο Αμερικανός πρόεδρος υιοθετεί την ελληνική πρόταση, αλλά αποκαλύπτει και την πατρότητά της. Μιλώντας, τις αμέσως επόμενες ημέρες, σε Έλληνες ομογενείς, δηλώνει ότι «πρέπει να λύσουμε το ζήτημα ιδιοκτησίας των νησιών με ειρηνικό τρόπο» και προσθέτει ότι αυτό μπορεί να γίνει «μέσω ενός διεθνούς δικαστηρίου, όπως έχει προτείνει η ελληνική πλευρά». Αιφνιδιασμένος για όλα αυτά, ο υπουργός Εξωτερικών Θεόδωρος Πάγκαλος προσπαθεί να διαψεύσει τους Αμερικανούς, αλλά διαψεύδεται από τον υπουργό Παιδείας. Σπεύδει, πάντως (13/2/1996) να υποστηρίξει ότι «η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει κανένα λόγο να προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο» και προσθέτει ότι, «αν κάποτε προσφύγει η Τουρκία, τότε θα αντιμετωπίσουμε την προσφυγή και θα δούμε ποια συνέχεια θα δώσουμε». Από τα Ίμια στη Μαδρίτη και το Ελσίνκι Δύο μήνες αργότερα, οι Αμερικανοί αναπτύσσουν νέες προσπάθειες για την επανέναρξη ελληνοτουρκικού διαλόγου εφ’ όλης της ύλης, αλλά προσκρούουν στη δυστοκία της Αθήνας. Η Ελλάδα, δηλώνει (26/4) ο υπουργός Εξωτερικών Θεό δωρος Πάγκαλος, είναι έτοιμη για διαβουλεύσεις, κάτω όμως από μια βασική και απαραίτητη προϋπόθεση: Ότι «η Τουρκία θα αποσύρει την εδαφική διεκδίκηση στα Ίμια, είτε ρητά είτε προσφεύγοντας στο Δικαστήριο της Χάγης είτε δηλώνοντας ότι θα προσφύγει στη Χάγη, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι μπορεί και να μην το πράξει». Την ίδια ακριβώς θέση επαναλαμβάνει ο Έλληνας υπουργός και ένα χρόνο αργότερα, το Μάρτιο του 1997. Υπογραμμίζει ότι «η Ελλάδα δεν επιμένει για την προσφυγή της Τουρκίας στο Διεθνές Δικαστήριο» και προσθέτει: «Απλώς, η Τουρκία πρέπει να ανακοινώσει την απόφασή της για προσφυγή. Αμέσως μετά, θα αρχίσουν συνομιλίες για τα υπόλοιπα θέματα, πράγμα που θα ομαλοποιήσει και τις σχέσεις της με την ΕΕ». Η υποχωρητικότητα της ελληνικής πλευράς γίνεται εμφανέστερη τον Ιούλιο του ’97, όταν ο Έλληνας πρωθυπουργός και ο Τούρκος πρόεδρος, ακολουθώντας αμερικάνικες μεθοδεύσεις, προχωρούν στην κοινή δήλωση της Μαδρίτης με την οποία αναγνωρίζονται «ζωτικά συμφέροντα» της Τουρκίας στο Αιγαίο. Δύο χρόνια αργότερα, στη Σύνοδο Κορυφής του Ελσίνκι, η ελληνική κυβέρνηση κάνει το επόμενο, στρατηγικής σημασίας, άλμα προς την κατεύθυνση της αντίπερα όχθης. Ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης και ο νέος υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Παπανδρέου ανοίγουν το δρόμο για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. Κανένας διάλογος, αν τεθεί θέμα «γκρίζων ζωνών» Αμέσως μετά την απόφαση του Ελσίνκι, οι υπουργοί Εξωτερικών των δύο χωρών ξεκινούν εντατική προσπάθεια για μια «βήμα προς βήμα» προσέγγιση. Στην αρχή, πετυχαίνουν μια σειρά διμερών συμφωνιών σε εμπορικά, τουριστικά, επενδυτικά, μεταναστευτικά και άλλα ζητήματα. Λίγο αργότερα, αναπτύσσουν, τόσο στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, όσο και σε διμερές επίπεδο, διαβουλεύσεις για τη θέσπιση Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. Και, αμέσως μετά, προετοιμάζουν το επόμενο βήμα. Στις αρχές του 2002, ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Παπανδρέου ανακοινώνει ότι «αρχίζουν άμεσα διερευνητικές επαφές Ελλάδας - Τουρκίας». Υποστηρίζει ότι θα αφορούν αποκλειστικά και μόνο στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και τονίζει πως δεν πρόκειται να υπάρξει διαπραγμάτευση κυριαρχικών δικαιωμάτων. «Δεν μπορούμε», τονίζει, στις 30 Ιανουαρίου 2002, «να βάλουμε στο τραπέζι κυριαρχικά δικαιώματα και να τα διαπραγματευτούμε σαν να τα αμφισβητούμε οι ίδιοι… Αν έρθει η τουρκική πλευρά και πει “ξέρετε, υπάρχουν ‘γκρίζες ζώνες’, υπάρχουν νησιά στα οποία αμφισβητούμε τη δική σας κυριαρχία”, το ευκολότερο που έχει να κάνει η ελληνική πλευρά είναι να πει “δεν τα συζητώ, τελείωσε η συζήτηση”». Διάλογος και για τις «γκρίζες ζώνες» Οι διερευνητικές επαφές ξεκινούν με διακηρυγμένο σκοπό την παραπομπή του θέματος της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο. Σταδιακά, ωστόσο, απλώνονται σε μια σειρά τουρκικές αξιώσεις. Ανάμεσα στα άλλα, μπαίνουν στο τραπέζι τα χωρικά ύδατα, ο εθνικός εναέριος χώρος, αλλά και η διεκδίκηση ελληνικών εδαφών: «Ένα άλλο ζήτημα που αποτελεί μείζον ζήτημα των διερευνητικών επαφών», θα έγραφε αργότερα ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, «είναι το θέμα των “γκρίζων ζωνών” στο Αιγαίο». Από το 2002, οι εδαφικές διεκδική σεις που έφερε η νύχτα των Ιμίων μπαίνουν στο παζάρι για την υφαλοκρηπίδα. Έκτοτε μάλιστα, η Τουρκία απαιτεί να παραπεμφθούν από κοινού στο Διεθνές Δικαστήριο. Σαν να αμφισβητεί η ίδια η Ελλάδα την ελληνικότητα των νησιών της. Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό από καμιά ελληνική κυβέρνηση. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επίκαιρα: 27/01/2011 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου